Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴν ἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπτα μένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.
(ΠΛ Πολ 514a: Η αλληγορία του σπηλαίου)
Από το παραπάνω απόσπασμα, μπορεί κανείς να εντοπίσει την κυρίαρχη φιλοσοφική αρχή της πλατωνικής διδασκαλίας, η οποία βασίζεται στη συσχέτιση της παιδείας με την ανακάλυψη της «καθαρής» αλήθειας μέσα από τη σωκρατική μαιευτική μέθοδο. Πιο συγκεκριμένα, ο Πλάτωνας έθεσε στον πυρήνα της διδασκαλίας του τη σκληρή πνευματική εργασία πιστεύοντας ακλόνητα ότι με αυτή ο άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί από το σχηματισμό «γνώμης» στην κτήση της «γνώσης». Μέσω της αληθινής γνώσης, ως αποτόκου της παιδείας και της λήψης κατάλληλων ερεθισμάτων, τίθενται τα θεμέλια για την ατομική ολοκλήρωση, αλλά και την ευδαιμονία του κοινωνικού συνόλου.
Για τον Πλάτωνα, η αληθινή γνώση υπάρχει στο νου του ανθρώπου, αλλά «κοιμάται» και ως εκ τούτου είναι αναγκαία η επαφή του με τα κατάλληλα ερεθίσματα, προκειμένου να «αφυπνισθεί». Σπέρματα αυτής της αντίληψης συναντά κανείς και στον τεκτονισμό αναλογιζόμενος την πέτρα που καλείται ο κάθε τέκτονας να λαξεύσει φέρνοντας την ψυχή του από το σκοτάδι στο φως μέσα από σκληρή πνευματική εργασία. Ο ίδιος ο Πλάτωνας, όπως άλλωστε και ο τεκτονισμός, προσπάθησε να προβάλλει τη διδασκαλία του μέσα από συμβολισμούς και αλληγορικούς μύθους αποδίδοντας στα λεγόμενά του ένα δεύτερο επίπεδο νοήματος πέρα από το κυριολεκτικό καθιστώντας το πνευματικό του οικοδόμημα πιο εύληπτο.
Ανάμεσα σε όλη αυτή την αλληγορική διδασκαλία ξεχωρίζει, η αλληγορία του σπηλαίου, καθώς περιγράφει με γλαφυρό και άκρως συμβολικό τρόπο τη μετάβαση από το σπήλαιο στον πραγματικό κόσμο, από το φως στο σκοτάδι, από την άγνοια στη γνώση. Πρόκειται αναμφίβολα για μια πορεία δύσκολη και ανηφορική, ωστόσο αποτελεί το μοναδικό δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει κάποιος για να ανακαλύψει την αγαθή και φωτισμένη του φύση.
Έτσι, λοιπόν, και ο τεκτονισμός μέσα από αλληγορικά σχήματα προσπαθεί να εξαγάγει ηθικά συμπεράσματα καθοδηγώντας τον τέκτονα να εξελιχθεί διαμέσου των «βαθμών», μέσα από μια ανοδική πνευματική πορεία προς το φως, και να κερδίσει την απόλυτη γνώση και κατανόηση του εαυτού του, της σχέσης του με τους άλλους και με το Υπέρτατο Όν (όπως το ορίζει και το αντιλαμβάνεται ο καθένας).